δέατο — seemed aor ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέατ' — δέατο , δέατο seemed aor ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
дивиться — сюда же удивляться, укр. дивитися смотреть , ст. слав. дивити сѩ θαυμάζειν, болг. дивя се удивляюсь , сербохорв. дѝвити се – то же, чеш. diviti se, польск. dziwic się. От диво (ср. вост. лит. днал. deivoti созерцать (напр., звезды) ; дальнейшие … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Богиня рассвета — Богиня рассвета одно из божеств реконструированной праиндоевропейской религии. Её имя реконструируется как Ausōs (пра и.е. *h₂ewsṓs ), не учитывая многочисленных эпитетов[1]. Празднования в её честь проводились в день весеннего… … Википедия
Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… … Dictionary of Greek
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
dei-1, dei̯ǝ-, dī-, di̯ā- — dei 1, dei̯ǝ , dī , di̯ā English meaning: to shine; day; sun; sky god, god Deutsche Übersetzung: “hell glänzen, schimmern, scheinen” Note: (older “*dart rays”?) Note: The origin of the sky god was Anatolia, where the Sumerian… … Proto-Indo-European etymological dictionary